Τόμσον, σερ Τζόζεφ Τζον — (Thomson, Τσίταμ Χιλ, Μάντσεστερ 1856 – Κέμπριτζ 1940). Άγγλος φυσικός. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους φυσικούς της τελευταίας εκατονταετίας και οι εργασίες του συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξέλιξη της ατομικής φυσικής. Διετέλεσε καθηγητής στο… … Dictionary of Greek
Τόμσον, Τζέιμς — (Thomson, Γλασκόβη 1834 – Λονδίνο 1882). Σκοτσέζος ποιητής. Γιος καθαρίστριας, που πέθανε όταν ο ίδιος ήταν ακόμη παιδί, και μέθυσου πατέρα, ο Τ. ήταν ως επί το πλείστον αυτοδίδακτος. Διετέλεσε διευθυντής σχολείου στην Ιρλανδία, όπου γνώρισε τον… … Dictionary of Greek
Τόμσον, Τζόζεφ — (Thomson, Πένποντ 1858 – Λονδίνο 1895). Σκοτζέζος εξερευνητής. Το 1878 80 βρισκόταν στην ανατολική Αφρική, όπου εξερεύνησε τις λίμνες Νιάσα, Τανγκανίκα και Ρούκβα. Το 1881 84 εξερεύνησε περιοχές της Κένυας και του Κιλιμάντζαρο και ανακάλυψε τις… … Dictionary of Greek
Τόμσον, σερ Τζορτζ Πέιτζετ — (Thomson, Κέμπριτζ 1892 – 1971). Άγγλος φυσικός. Γιος του Τζόζεφ, έγινε καθηγητής φυσικής στο πανεπιστήμιο του Αμπερντίν (1922) και μετά στο Imperial College του Λονδίνου (1930). Το 1937 τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ για τη φυσική, μαζί με τον… … Dictionary of Greek
Τόμσον, Τόμας — (Thomson, Γκριφ 1773 – Κίλμαν, Σκοτία 1852). Άγγλος χημικός. Ίδρυσε στη Γλασκόβη το πρώτο βρετανικό πειραματικό εργαστήριο χημείας. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον καθορισμό των ατομικών βαρών και υποστήριξε από τους πρώτους τη συστηματική χρήση των… … Dictionary of Greek
Τόμσον, Φράνσις — (Tompson, Πρέστον, Λάνκασαϊρ 1859 – Λονδίνο 1907). Άγγλος ποιητής. Καθολικός και αυτός, όπως και η οικογένειά του, καταπιάστηκε χωρίς επιτυχία με διάφορες ασχολίες, εωσότου εγκαταστάθηκε οριστικά στο Λονδίνο (1885), όπου η ζωή του περνούσε μέσα… … Dictionary of Greek
Κέλβιν, Γουίλιαμ Τόμσον — (William Thomson Kelvin, Μπέλφαστ 1824 – Σκοτία 1907). Βρετανός φυσικός. Καταγόταν από μορφωμένους γονείς (ο πατέρας του υπήρξε καθηγητής των μαθηματικών στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης), ενώ ο ίδιος ήταν προικισμένος με εξαιρετικές πνευματικές… … Dictionary of Greek
Γουίλσον, Τσαρλς Τόμσον Ρις — (Charles Thomson Rees Wilson, Γκλένκορς, Εδιμβούργο 1869 – Πέντλαντ 1959). Ιρλανδός φυσικός. Εργάστηκε στο εργαστήριο Κάβεντις του Κέιμπριτζ, αναγορεύτηκε καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο και αργότερα εταίρος της Βασιλικής Εταιρείας, ενώ το 1927… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… … Dictionary of Greek