Τόμσον

Τόμσον
Ν
φρ. α) «ατομικό πρότυπο Τόμσον»
φυσ. θεωρία σχετικά με τη θεωρητική περιγραφή τής εσωτερικής δομής τών ατόμων η οποία υποστηρίχθηκε από τον Τζόζεφ Τζων Τόμσον και σύμφωνα με την οποία τα άτομα έχουν τη μορφή ομοιόμορφων σφαιρών αποτελούμενων από θετικά φορτισμένη ύλη μέσα στην οποία είναι ενσωματωμένα τα ηλεκτρόνια
β) «κύκλωμα Τόμσον»
φυσ. κύκλωμα εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος το οποίο περιλαμβάνει εν σειρά ωμική αντίσταση, αυτεπαγωγή και πυκνωτή χωρητικότητας C
γ) «φαινόμενο Τόμσον»
φυσ. θερμοηλεκτρικό φαινόμενο που συνίσταται στην απελευθέρωση ή στην απορρόφηση θερμότητας κατά τη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από έναν ομογενή αγωγό κατά μήκος τού οποίου μεταβάλλεται η θερμοκρασία σε συνδυασμό με τη θερμότητα που παράγεται λόγω τής ηλεκτρικής αντίστασης τού αγωγού
δ) «πυξίδα Τόμσον»
τεχνολ. τύπος ελαφράς ξηρού τύπου πυξίδας η οποία περιείχε χάρτινο δίσκο ανεμολογίου κάτω από τον οποίο ήταν αναρτημένες μικρές, συνήθως οκτώ, μαγνητικές βελόνες και στην οποία το κύπελλο ήταν περίτεχνα προσαρμοσμένο στη θήκη ώστε να προστατεύεται το ανεμολόγιο από τους κραδασμούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Τόμσον, σερ Τζόζεφ Τζον — (Thomson, Τσίταμ Χιλ, Μάντσεστερ 1856 – Κέμπριτζ 1940). Άγγλος φυσικός. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους φυσικούς της τελευταίας εκατονταετίας και οι εργασίες του συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξέλιξη της ατομικής φυσικής. Διετέλεσε καθηγητής στο… …   Dictionary of Greek

  • Τόμσον, Τζέιμς — (Thomson, Γλασκόβη 1834 – Λονδίνο 1882). Σκοτσέζος ποιητής. Γιος καθαρίστριας, που πέθανε όταν ο ίδιος ήταν ακόμη παιδί, και μέθυσου πατέρα, ο Τ. ήταν ως επί το πλείστον αυτοδίδακτος. Διετέλεσε διευθυντής σχολείου στην Ιρλανδία, όπου γνώρισε τον… …   Dictionary of Greek

  • Τόμσον, Τζόζεφ — (Thomson, Πένποντ 1858 – Λονδίνο 1895). Σκοτζέζος εξερευνητής. Το 1878 80 βρισκόταν στην ανατολική Αφρική, όπου εξερεύνησε τις λίμνες Νιάσα, Τανγκανίκα και Ρούκβα. Το 1881 84 εξερεύνησε περιοχές της Κένυας και του Κιλιμάντζαρο και ανακάλυψε τις… …   Dictionary of Greek

  • Τόμσον, σερ Τζορτζ Πέιτζετ — (Thomson, Κέμπριτζ 1892 – 1971). Άγγλος φυσικός. Γιος του Τζόζεφ, έγινε καθηγητής φυσικής στο πανεπιστήμιο του Αμπερντίν (1922) και μετά στο Imperial College του Λονδίνου (1930). Το 1937 τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ για τη φυσική, μαζί με τον… …   Dictionary of Greek

  • Τόμσον, Τόμας — (Thomson, Γκριφ 1773 – Κίλμαν, Σκοτία 1852). Άγγλος χημικός. Ίδρυσε στη Γλασκόβη το πρώτο βρετανικό πειραματικό εργαστήριο χημείας. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον καθορισμό των ατομικών βαρών και υποστήριξε από τους πρώτους τη συστηματική χρήση των… …   Dictionary of Greek

  • Τόμσον, Φράνσις — (Tompson, Πρέστον, Λάνκασαϊρ 1859 – Λονδίνο 1907). Άγγλος ποιητής. Καθολικός και αυτός, όπως και η οικογένειά του, καταπιάστηκε χωρίς επιτυχία με διάφορες ασχολίες, εωσότου εγκαταστάθηκε οριστικά στο Λονδίνο (1885), όπου η ζωή του περνούσε μέσα… …   Dictionary of Greek

  • Κέλβιν, Γουίλιαμ Τόμσον — (William Thomson Kelvin, Μπέλφαστ 1824 – Σκοτία 1907). Βρετανός φυσικός. Καταγόταν από μορφωμένους γονείς (ο πατέρας του υπήρξε καθηγητής των μαθηματικών στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης), ενώ ο ίδιος ήταν προικισμένος με εξαιρετικές πνευματικές… …   Dictionary of Greek

  • Γουίλσον, Τσαρλς Τόμσον Ρις — (Charles Thomson Rees Wilson, Γκλένκορς, Εδιμβούργο 1869 – Πέντλαντ 1959). Ιρλανδός φυσικός. Εργάστηκε στο εργαστήριο Κάβεντις του Κέιμπριτζ, αναγορεύτηκε καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο και αργότερα εταίρος της Βασιλικής Εταιρείας, ενώ το 1927… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”